- πιλωτόν
- πῑλωτόν , πιλωτόςof feltmasc acc sgπῑλωτόν , πιλωτόςof feltneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CASA — Latinis tugurium et vestem, sicut Toga tectum et vestem itidem notat; ex Graeco ὁ κασῆς vel κασᾶς, tapes vel amphitapes. Hesych. κασᾶς, ἀμφιτάπης καὶ πιλωτὰ. Et Arcadius Gramm. Κασῆς τὸ πιλωτὸν ἑμάτιον περιςπᾶται. Pro chlamyde equestri etiam… … Hofmann J. Lexicon universale
FILTREI Capelli — in Statutis Hugonis vide Abbatis Cluniac. Calcei filtrati, in Statutis Adalardi Abb. Corbei. l. 1. c. 3. etc. a filtro nomen habent. Est autem Feltrum seu Filtrum lana coacta, quam infuso aceto ferro resistere, auctor est Plin. l. 8. c. 48.… … Hofmann J. Lexicon universale
πίλος — ο / πῑλος, ΝΜΑ 1. κάλυμμα τής κεφαλής, καπέλο 2. είδος μύκητα που προσβάλλει την αμυγδαλιά και τα εσπεριδοειδή μσν. αρχ. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού κατασκευασμένο από πίλημα, χωρίς γύρο, σκούφια («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾱσθαι… … Dictionary of Greek
πιλωτός — ή, όν, ΜΑ [πίλος] 1. ο κατασκευασμένος από πίλημα 2. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πιλωτόν ο σκούφος για τον ύπνο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πιλωτά οι πίλοι, οι τιάρες τών Ρωμαίων ιερέων αρχ. συμπιεσμένος … Dictionary of Greek